Είχε αρχίσει να κουράζεται η Γκρέτα απο το πολύωρο ποζάρισμα για τον αγαπημένο της φίλο και ζωγράφο Γιοχάνες. Νύσταζε παράλληλα, είχε ξενυχτήσει το βράδυ και το πρωί είχαν σηκωθεί νωρίς για να μπορέσει ο Γιοχάνες να αιχμαλωτίσει τις γλυκές πρωινές ηλιαχτίδες, καθώς εκείνες έπεφταν απο το παράθυρο του σαλονιού του, στο καλοσχηματισμένο πρόσωπο της.
Ο Γιοχάνες αγαπούσε παράφορα την Γκρέτα, μα δεν τολμούσε να της το πει, βαθιά μέσα του φοβόταν την απόρριψη, αυτή όμως τον έβλεπε φιλικά, αισθανόταν οικεία μαζί του και συχνά πυκνά του εξιστορούσε τα ερωτικά σκιρτήματα της. Αυτή ήταν και η πρωινή συζήτηση τους, τα ερωτικά παιχνίδια της Γκρέτα με τον παιδικό φίλο του Γιοχάνες. Δεν άντεχε να την ακούει, βασανιζόταν με την κάθε της λέξη, απο την άλλη δεν ήθελε να την διακόψει, φοβόταν ότι θα το έβλεπε σαν προσβολή, θα έφευγε και θα έμενε αυτός ο θεσπέσιος πίνακας ατελείωτος.
Όσο ο Γιοχάνες πρόσθετε πινελιές στον πίνακα, η Γκρέτα πρόσθετε δηλητήριο στην ψυχή του με τις καυτές λεπτομέρειες που του εξιστορούσε. Κάθε περιγραφή και άλλο ένα χτύπημα. Την αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο, μα δεν άντεχε άλλο αυτή την ερωτική εξομολόγηση της, ήθελε να τελειώσει το μαρτύριο του όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να τελειώσει αυτός ο πίνακας, μα η μανία του για την τελειότητα στην προσθήκη της παραμικρής πινελιάς χρώματος δεν τον άφηνε .
Καθώς περνούσε η ώρα, οι εξομολογήσεις της Γκρέτα γινόντουσαν όλο και πιο πικάντικες, ο Γιοχάνες δεν άντεχε άλλο, αισθανόταν λες και τα συναισθήματα του τα είχαν ποδοπατήσει χιλιάδες βούβαλοι. Εκείνο που τον κρατούσε ζωντανό, η ελπίδα δηλαδή για την αποδοχή της αγάπης του απο την Γκρέτα, είχε μόλις τελειώσει βίαια.
Βίαιη ήταν και η απάντηση του. Αίφνης μόλις τέλειωσε ο πίνακας, όρμησε κατά πάνω της, εκείνη νόμισε πως θα την συγχαρεί για την συνεργασία της, μα ο Γιοχάνες κυριευμένος απο την θλίψη του, άπλωσε τα πελώρια χέρια του την έπιασε απο τον λαιμό και την στραγγάλισε.
Έκατσε δίπλα απο το νεκρό κορμί της όλη μέρα, πίνοντας ασταμάτητα μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Σηκώθηκε τα ξημερώματα, κουβάλησε το άψυχο κορμί της αγαπημένης του έως το δάσος , λίγο έξω απο το Ντελφτ, όπου και το άφησε να επιπλέει στο μικρό ρυάκι που υπήρχε εκεί. Ο Γιοχάνες κατευθύνθηκε δίπλα στο ξέφωτο, έβγαλε το πιστόλι του και έδωσε τέλος στη ζωή του.
O Πρώτος πίνακας ανήκει στον Γιοχάνες Βερμέερ με τίτλο Κορίτσι με μαργαριταρένιο σκουλαρίκι. Πληροφορίες εδώ
O δεύτερος πίνακας ανήκει στον John Everret Millais με τίτλο Ophelia. Πληροφορίες εδώ
Είχα την τύχη να τους δω απο κοντά τους δύο αυτούς πίνακες, και με μάγεψαν.
ΥΓ. Ήθελα εδώ και καιρό αρκετό να πάρω δύο αγαπημένους μου πίνακες να τους χρησιμοποιήσω για την αρχή και το τέλος μιας ιστορίας. Καλύτερη έμπνευση απο έναν όμορφο πίνακα δεν υπάρχει, σκέψεις και εικόνες σε κατακλύζουν με την θέαση του. Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη ιστορία. to the future.
1 σχόλιο:
panemorfo :)
perimenoume kai alles istories!
Δημοσίευση σχολίου